- θεοδώρητος
- I
(4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360-363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου.II(Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του και την είσοδό του στον κλήρο υπηρέτησε κυρίως κοντά στον θείο του, τον επίσκοπο Βρεσθένης (στη Λακωνία), τον οποίο διαδέχθηκε στον αρχιερατικό θρόνο το 1813. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, μυημένος ήδη στη Φιλική Εταιρεία, ο Θ. υπήρξε ο κύριος οργανωτής του λεγόμενου στρατοπέδου των Βερβένων, οι δυνάμεις του οποίου έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις μάχες του Βαλτετσίου, των Δολιανών και στην άλωση της Τριπολιτσάς. Εξίσου σημαντική ήταν η συμβολή του Θ. στην προσπάθεια οργάνωσης μόνιμου πολιτικού και διοικητικού φορέα της Επανάστασης. Ήταν κύριος παράγοντας στη συνέλευση των Καλτετζών, μέλος της πελοποννησιακής Γερουσίας, αντιπρόεδρος της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος και ένας από τους κυριότερους συντελεστές στην εκλογή του Καποδίστρια, ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό της φιλοπατρίας του Θ. είναι και το γεγονός ότι το 1822, για να διευκολύνει τη συνθηκολόγηση των πολιορκημένων στο Ναύπλιο τουρκικών δυνάμεων, δέχτηκε να κρατηθεί από τους Τούρκους ως όμηρος, βάζοντας τη ζωή του ως εγγύηση για την τήρηση των όρων της συνθήκης από μέρους των Ελλήνων. Η ομηρία του στο Παλαμήδι κράτησε περισσότερο από έξι μήνες. Μετά την Επανάσταση, αποσύρθηκε στην επισκοπή του και περιορίστηκε στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Το 1841 η σύνοδος τον μετέθεσε τιμητικά, αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του, στην πλούσια επισκοπή Αχαΐας. Ο Θ. αρνήθηκε τη μετάθεση, δηλώνοντας στη σύνοδο ότι είναι αντίθετος στην αρχή του μεταθετού των επισκόπων.
Ο επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής και πολιτικός ηγέτης στην Επανάσταση του 1821 Θεοδώρητος.
* * *θεοδώρητος, -ον (AM)αυτός που δωρήθηκε από τον θεόαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ή θεοδώρητοςείδος καθαρτικού2. φρ. «θεοδώρητος λίθος» — ο αλαβαστρίτης λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -δωρητος (< δωρώ), πρβλ. αστρο-δώρητος, πατρο-δώρητος].
Dictionary of Greek. 2013.